μπούφος, ο, ουσ. [<μσν. μπούφος <ιταλ. bufo <λατιν. bufus], νυκτόβιο πουλί· ο ανόητος, ο ηλίθιος, ο βλάκας: «καθόταν και με κοιτούσε σαν μπούφος χωρίς να λέει τίποτα». Από το ότι το πουλί μπούφος θεωρείται πολύ κουτό πουλί, εξού και το πιάστηκε σαν μπούφος ή πιάστηκε σαν τον μπούφο, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, πιάστηκε, αιχμαλωτίστηκε πολύ εύκολα, ιδίως από δική του υπαιτιότητα: «άφησε παντού τα δακτυλικά του αποτυπώματα και πιάστηκε σαν μπούφος».